αμπέρ

αμπέρ
(ampère). Μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο διεθνές σύστημα ή σύστημα Τζόρτζι. Συμβολίζεται με το απλό σύμβολο Α, αλλά όταν υπάρχει περίπτωση σύγχυσης συμβολίζεται με τη σύντμηση amp. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί αυτής της μονάδας. Αυτός που χρησιμοποιείται συνηθέστερα, αν και έμμεσος διότι εισάγει την έννοια μιας άλλης ηλεκτρικής μονάδας, είναι αυτός που καθορίζει το α. ως συνεχή και αμετάβλητη ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος που αντιστοιχεί στη δίοδο μέσα από έναν αγωγό σε χρόνο ενός δευτερολέπτου, ηλεκτρικού φορτίου ίσου προς ένα κουλόμπ. Ανάλογα με το αν το κουλόμπ είναι απόλυτο ή διεθνές διακρίνουμε τα α. σε απόλυτα (Α) και διεθνή (Aint). Ένας πιο ακριβής ορισμός είναι εκείνος που διατύπωσε το 1946 η Διεθνής Επιτροπή Μέτρων και Σταθμών: το απόλυτο α. (Α) είναι η συνεχής και αμετάβλητη ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία όταν διαρρέει δύο ευθύγραμμους παράλληλους αγωγούς άπειρου μήκους και αμελητέας διατομής, που απέχουν μεταξύ τους ένα (1) μέτρο στο κενό, προκαλεί σε αυτούς μια δύναμη ίση προς 2 x107 Νιούτον (Nt) κατά μέτρο μήκους. Το διεθνές α. (Aint), όπως το καθόρισε η Διεθνής Διάσκεψη του Λονδίνου (1908), ισούται με τη συνεχή και αμετάβλητη ένταση ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία καθώς διέρχεται μέσα από οξέα νιτρικού αργύρου εντός βολτάμετρου, προκαλεί με ηλεκτρόλυση κατακρήμνιση 0,00111800 γραμμαρίων αργύρου ανά δευτερόλεπτο. Ο λόγος μεταξύ του διεθνούς α. και του απόλυτου α. είναι Aint/A = 0,9998.
* * *
το (Φυσ.) (σύμβ. Α)
μονάδα με την οποία μετριέται το ηλεκτρικό ρεύμα στο διεθνές σύστημα μονάδων (Si). Χρησιμοποιείται από επιστήμονες και τεχνολόγους και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν τού Γάλλου φυσικού τού 19ου αιώνα Αντρέ-Μαρί Αμπέρ. Το αμπέρ ορίζεται ως η ένταση τού συνεχούς ρεύματος το οποίο, όταν διαρρέει δύο ευθύγραμμους και παράλληλους αγωγούς με άπειρο μήκος και αμελητέα διατομή, που απέχουν μεταξύ τους ένα μέτρο και βρίσκονται μέσα σε κενό, προκαλεί την εμφάνιση ανάμεσά τους δύναμης ίσης προς 2x10-7 νιούτον ανά μέτρο αγωγού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αμπέρ, Αντρέ-Μαρί — (André Marie Ampére, Πολεμιέ ο Μον ντ’ Ορ, Λιόν 1775 Μασσαλία 1836). Γάλλος φυσικός, μαθηματικός, χημικός, φυσιοδίφης και φιλόσοφος. Ο πατέρας του, Ζαν Ζακ Αμπέρ, ήταν έμπορος μεταξιού, ενώ ο ίδιος, προικισμένος με πρώιμη πνευματική ωριμότητα και …   Dictionary of Greek

  • αμπέρ — το (λ. γαλλ.), μονάδα για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βολτ-αμπέρ — Μονάδα της φαινόμενης μέσης ισχύος εναλλασσόμενου ρεύματος, που συμβολίζεται με VA. Η φαινόμενη μέση ισχύς φαιν. ορίζεται ως το γινόμενο της ενεργούς έντασης του ρεύματος σε αμπέρ με την ενεργό τάση στους πόλους του κυκλώματος σε βολτ ( φαιν. =… …   Dictionary of Greek

  • αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • γαλβανόμετρο — Όργανο υψηλής ευαισθησίας για την ανίχνευση και τη μέτρηση ηλεκτρικών ρευμάτων ασθενούς έντασης. Αν και υπάρχει μεγάλη ποικιλία κατασκευών, όλοι οι τύποι των γ. στηρίζονται στη μέτρηση των μετατοπίσεων ενός κινητού συστήματος από τις δυνάμεις που …   Dictionary of Greek

  • άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… …   Dictionary of Greek

  • αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • μικροαμπέρ — Μονάδα έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισοδυναμεί με το ένα εκατομμυριοστό του Αμπέρ (10 6 Α). Συμβολίζεται με μΑ. * * * το (ηλεκτρολ.) μονάδα έντασης τού ηλεκτρικού ρεύματος ίση με ένα εκατομμυριοστό τού αμπέρ και με σύμβολο μΑ. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μιλιαμπέρ — Μονάδα έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, που ισοδυναμεί με το ένα χιλιοστό του Αμπέρ (10 3 Α). Συμβολίζεται με mA. * * * το μετρολ. μονάδα έντασης ηλεκτρικού ρεύματος ίση προς το ένα χιλιοστό τού αμπέρ, με σύμβολο mΑ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”